- οξυρεπής
- ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπήςὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».επίρρ...ὀξυρρεπῶς (Α)με οξυρεπή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισο-ρρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.